Λύκις

Λύκις
Λύκις
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Λύκις ή Λύκος — (5ος 4ος αι. π.Χ.) Ποιητής της Αττικής κωμωδίας. Ο Αριστοφάνης τον ειρωνεύεται στους Βατράχους του και το λεξικό της Σούδας τον χαρακτηρίζει «υπόψυχρο», μαζί με τους Φρύνιχο και Αμείψιο. Κανένα έργο του δεν έχει σωθεί …   Dictionary of Greek

  • Λύκιν — Λύκις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύκισι — Λύκις fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”